"που πάει ο καιρός που φεύγει
κι όταν φτάνει ξαναφεύγει" (Μ. Κριεζή)
ο χώρος τελειώνει κάπου, ο χρόνος ποτέ. ή, μήπως, ο χώρος τελειώνει κάποτε κι ο χρόνος κάπου; δεν ξέρω... για μένα, πάντως, ο χρόνος τελειώνει στο χώρο. έχω προσδιορίσει, μάλιστα, το ακριβές σημείο του τέλους του χρόνου!... και το επισκέπτομαι, χρόνια τώρα, το τελευταίο σούρουπο κάθε χρόνου
"πως να κρατήσω το φως που βασιλεύει" (Γκάτσος)
όταν ξεκίνησαν οι εφηβικές βόλτες πάνω από το Αστεροσκοπείο, στα δυτικά βράχια του Φιλοπάπου, ο Γκάτσος δεν είχε γράψει ακόμη τους στίχους του "Χειμωνιάτικου Ήλιου" μα εγώ θαρρούσα πως ήδη τους συλλάβιζα στην δύσθυμη σιωπή μου. τότε, με άλλον ποιητή πορευόμουν αλαμπρατσέτα - παντιέρα στην έπαρση μιας ετσιθελικής μοναξιάς:
"Καληνύχτα, το φως χαιρέτησέ μου" (Καρυωτάκης)
31 Δεκέμβρη, χρόνια τώρα, βολτάρω σούρουπο στου Φιλοπάπου. φωλιάζοντας στο βλέμμα μου την τελευταία αναλαμπή του χρόνου που φεύγει, αποχαιρετώντας το τελευταίο του φως. παλαιότερα, αγρίευα ανηφορίζοντας μόνος μια τέτοια μέρα εκεί πάνω. όλη την πόλη τριγύρω να βουίζει στην προσμονή της αλλαγής του χρόνου, μα εκεί πάνω ερημιά, και κρύο.
οι συνήθειες είναι η κινούμενη άμμος της λησμονιάς. ξεχνιόμαστε και ξεχνιούνται. είχα χρόνια να ανέβω. η σημερινή εικόνα πρωτόγνωρη! ακροβολισμένοι στα βράχια, μακριά ο ένας από τον άλλον, δέκα, ίσως και παραπάνω. διάφορες ηλικίες, ίδιο βάρος στο βλέμμα, κοινή κατεύθυνση στο βλέμμα, βλέμμα δίχως προορισμό. ένας απίστευτος χορός μοναχικών ανθρώπων, η μοναξιά που διαρκώς πληθαίνει, εγενώς ανίκανη κι φύσει ανήμπορη στους πληθυντικούς.
κοντοστάθηκα αντίκρυ. δεν κοιτούσα τον ορίζοντα πια. αναζητούσα το έσχατο φως του χρόνου βυθομετρώντας στα διάσπαρτα βλέμματα. κάποια στιγμή, κοιτώντας αυτή την απρόσμενη παρέα στην άλλοτε μοναχική μου καταφυγή, ήταν σαν να έβλεπα εμένα τον ίδιο σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της ζωής μου, κάθε φορά και σε άλλο βράχο!
στο μεταξύ, με τρόπο σχεδόν μαγικό, ο χώρος άδειασε. απέμεινε στο βάθος, στον αγαπημένο μου βραχάκι, μονάχα ένα παιδί, ένας έφηβος με μακριά μαλλιά και παλτό μαύρο. τον έβλεπα πλάτη κι από μακριά. σαν να έβγαινα άξαφνα από βαθύ λήθαργο, γύρισα απότομα κι απομακρύνθηκα χωρίς να κοιτάζω πίσω μου. έφυγα σχεδόν τρέχοντας, με έναν ανεπαίσθητο τρόμο. πως μου ήρθε ετούτη η σκέψη μια τέτοια μέρα... έτρεμα μην γυρίσει προς τη μεριά μου το παιδί και δω πάνω του το αλλοτινό μου πρόσωπο, τον χρόνο που πεθαίνει, το τέλος του προσωπικού μου χρόνου. μα αυτό τον χρόνο κήδευα με τόση αλαζονία; τόσα χρόνια, τόσους χρόνους...
"ενθάδε κείται ο χρόνος που πεθαίνει", περιγέλαγα έφηβος στα διάσπαρτα βράχια... αχ γέρο Προυστ, έχω τις απαντήσεις...
"τώρα πέρασε ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά" :)))
σημείωση: το δημοσίευσα 31 Δεκέμβρη 2010 στη σελίδα μου στο facebook