τις ώρες των μικρών αποδράσεων, όλη η Αθήνα ένα τρίστρατο. ο ένας δρόμος της πάει δυτικά, πέρα από την Περαχώρα, στα χαλάσματα του Ηραίου, τον Άη Γιάννη τον Νηστευτή και το φάρο που φωτίζει τα δελφίνια που περνούν. ο άλλος δρόμος πάει βόρεια, στα τρελά νερά, στο Κάστρο όπου κάποτε κι οι τέσσερις ακούγαμε πουλάκια, στον "Ουλαλούμ" με τα φωσάκια στου απείρου την αγκαλιά. ο τρίτος δρόμος πάει νότια, στο βράχο του Μεγαλέξαντρου και πιο πέρα, στις γονατιστές μίνες και το Χάος της Καμάρριζας, στα ξέφτια των χρωμάτων και της μνήμης ενός τόπου που η μόνη του αναφορά στο μέλλον συνηχεί ως λογοπαίγνιο στο όνομά του.
κοίταξα τον ουρανό και διάλεξα νότια, στην πιο εύκολη διαφυγή, κατά μήκος της θάλασσας. από εκεί φαινόταν λιγότερο θυμωμένος ο ουρανός. ίσως, όπως κατάλαβα αργότερα, γιατί δεν μπορούσε να παραβγεί στο θυμό των κυμάτων. κάπου στο 38 σταμάτησα και βγήκα προς τις λάσπες και την άμμο. δεν το χα ξαναδεί. windsurfing με μονόπτερα μαζί, να πετάνε πάνω από τις ράχες των κυμάτων. όμορφο να απογειώνεσαι όχι από τη στεριά αλλά από τη θάλασσα. στο ραδιόφωνο ακούω πρώτη φορά την "Πατρίδα" του Αλκίνοου. το έντεχνο και τους έντεχνους καιρό τώρα προτιμώ να τους θωρώ από την άλλη όχθη. όμως εδώ έχει θυμό σαν του ουρανού και των κυμάτων, κάτι από ψυχή στα χείλη.
από τον Ναό ως τον παλινορθωμένο Σελπιέρι η βροχή με μαστιγώνει. το μόνο κίνητρο των μικρών αποδράσεων είναι η προσμονή λίγου φωτός. κι αυτό το φως, το τόσο υγρά θαμπό από τον καιρό και από την ώρα -το αλλοτινό χειμερινό μου καταφύγιο- σήμερα δεν το αντέχω. επιστρέφω χωρίς καν να σταματήσω. όλα ασφυκτιούν γύρω σου όταν δεν σε χωράς. να δεις πως το λεγε στων σπονδύλων τον αυλό... "τι να την κάνεις την κόλαση όταν κοχλάζει εντός σου". το χειρότερο τότε είναι να προσπαθείς να ταξιδέψεις. να πηγαίνεις και να πηγαίνεις. και να νιώθεις ασάλευτος. το ταξίδι σου να σε ακολουθεί. και να σε προσπερνάει. πληθαίνουν τα αταξίδευτα ταξίδια. πολυταξιδευμένα αλλά αταξίδευτα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου