Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Μεγάλη Παρασκευή

οδηγώ με την ελπίδα του ύστατου φωτός, αποτυπώνοντας φωτοσκιάσεις σε κίνηση. καταγραφές που προϋποθέτουν ορισμό του συστήματος αναφοράς. ανοίγω λίγο το παράθυρο και εισβάλει η άνοιξη μέσα μου. ο ενστικτώδης νόστος του νότου κάθε άνοιξη. με το που φτάνω, προϋπαντώ τον Επιτάφιο σε ολοσκότεινο δρομάκι. φαίνονται μόνο κεράκια που πλησιάζουν. περιδιαβαίνουμε το μικρό οικισμό και κάθε τόσο σταματάμε. ενώ πορευόμαστε δίπλα στη θάλασσα ένα επιτάφιο ανθάκι το παίρνει το αεράκι και πέφτει στο χέρι μου. ο παπάς στο τέλος του Επιτάφιου, ολόκληρος μια σκέτη κραυγή. "χαίρομαι πολύ που είσαστε τόσοι πολλοί απόψε, το χειμώνα είμαστε ξεχασμένοι κι από το Θεό, φέτος ήταν ο πιο δύσκολος χειμώνας, τι θα γίνει του χρόνου;"! τον θυμάμαι αυτό τον παπά πριν 7-8 χρόνια, πάλι Μεγάλη Παρασκευή, να μην μπορεί να σταυρώσει ψαλμό τότε. πρέπει να είχε μόλις χειροτονηθεί. ένα χωριατόπαιδο, με ξερακιανή φάτσα, μανιάτικα ηλιοκαμμένη. με το ένα πόδι ψιλοσερνάμενο και μια διαρκή ανάγκη για χαμόγελο. όταν απόψε προσκύνησε τον Επιτάφιο για να ανυψώσει το ομοίωμα της σινδώνης του Χριστού πάνω από το κεφάλι του, εκείνο ήταν γεμάτο ευωδιαστά ανθάκια. παρά το τρέμουλο και τις αδέξιες κινήσεις, ούτε ένα δεν έπεσε. μετά ο παπάς, για να σηκωθεί, στηρίχτηκε σε όλων μας τα βλέμματα. ούτε κουβέντα για βοήθεια. το γκαρσόνι ζητά ψιλά. "πλάκωσαν οι Αθηναίοι με χαρτονομίσματα σήμερα και μας ξετίναξαν". θυμάμαι προχτές στην εφημερίδα διάβαζα για μια άστεγη κοπέλα που βρέθηκε λεχώνα στο Σύνταγμα με το μωρό της αγκαλιά, τριών μόλις ημερών, σε κατάσταση σχεδόν άγρια. όλα έρχονται απόψε εδώ, στο νου μου, κι εγώ φεύγω όσο πιο μακριά μπορώ. σε τόπους μιας άγνωρης αλλά βαθύτατης εντοπιότητας, εδρασμένης σε οσμές και διαφυγές βλεμμάτων. όπου νάναι θα φανεί το πασίφωτο πλοίο των οριζόντων που χρόνια προσμένω σε τούτο το σκοτεινό νότιο άκρο. θάρθει, δεν θάρθει; το βλέμμα μου νιώθω εδώ κάτω ότι δεν διανύει απόσταση αλλά χρόνο. λες κι είναι ο χρόνος που με χωρίζει από τον ορίζοντα. ο χρόνος μέχρι να περάσει και να με πάρει το πασίφωτο πλοίο των οριζόντων, να ταξιδέψω στα άδηλα χρόνια του σκοτεινού πυθμένα της ματιάς μου. αύριο η κυρά Φρόσω κλαίει με αναφιλλητά στις "Φωταψίες" κι έχω τρομάξει στην ιδέα να κοινωνήσω τόση αλήθεια σε μια εκπομπή. αλήθεια, πως να καδράρεται η αλήθεια; πως θα αντιδράσει το "κουτί"; λες να ραγίσει; να ρωγματίσει την πολύχρωμη αχρωμία του ή, όπως πάντα, θα τα αλέσουν όλα οι μυλόπετρες; "τσιγάρο ατέλειωτο, βαρύ η μοναξιά μου", όπως πριν 20 χρόνια δω κάτω, η Π-έρρως τότε. τώρα η Αλεξίου... χθες πέθανε ένας τύπος που έγραψε κάποτε ωραία τραγούδια στο Μητροπάνο. δεν θυμάμαι ούτε ποια, ούτε πως τον έλεγαν, όταν όμως ακούω μητροπάνο πικραίνω και γλυκαίνω μαζί και τους θυμάμαι, έτσι κι αλλιώς, όλους και όλα. αύριο ποδηλατάδα, ανάσταση! κι όμως, στο βάθος περνά πλοίο πασίφωτο, μόνο που δεν με παίρνει. δεν πειράζει, τα δικά μου πεφταστέρια είναι τα πλωτά φώτα των οριζόντων. κι ευχές μου βαδίζουν στα κύματα, θαύματα αφανέρωτα. μοσχολιού και "μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια", θαύμα σου λέω, ενέδρα θαυμάτων δω κάτω. όλοι σας πίσω, δεν υπάρχει περίπτωση να σας δω μπροστά μου κοιτώντας τον ανοιχτό, σκοτεινό ορίζοντα του ακραίου νότου. από την Άκρα Μινώα ως το Ακροταίναρο, ακρο-βατώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: