Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

το μέσα φως σαν τατουάζ στα μάτια...

αν υπάρχει Θεός είναι εδώ για να βγάζει τα stick από τη μηχανή μου!

τους έβλεπα μέρες και νύχτες. ακροβολισμένους σε ένα λόφο στην άκρη του λιμανιού. η απαρέκκλιτη παραλληλία των βλεμμάτων τους όριζε την παράταξή τους στο χώρο. βλέμματα πυρακτωμένα. αιμόεσσες αρτηρίες. σαν πουλιά πάνω σε σύρμα. να κοιτούν ασάλευτοι ...ώρες προς το λιμάνι.

τους έβλεπα τα απογεύματα πιο πίσω. γυμνούς. να πλένει ο ένας τον άλλον. να ξεψειρίζουν αναμεταξύ τους τα κεφάλια τους. στη θέση τους - δίπλα στο φράκτη των βλέμμάτων - τα ρούχα τους παραταγμένα, όμοια αποδημητικά πουλιά πάνω σε σύρμα.

μέρες τριγύρω εικονοποιούσα το βλέμμα μου. νεκρά τοπία, άλογα ξεχασμένα, δρόμοι του πουθενά. αποτύπωνα τα είδωλα του φωτός, όχι την ίδια τη λάμψη του. κλωθογυρνούσα περιπλεγμένος σε μια ένστικτη δίνη. ξανοίχτηκα αντίκρυ στο λιμάνι. φωτογράφιζα τον ορίζοντα όταν ένιωσα πίσω μου εκατοντάδες βλέμματα σαν μαγνήτες, βλέμματα τροχιοδεικτικά της αποδημίας. σκοτάδι πίσω μου αλλά φοβόμουν να γυρίσω. αν έστηνα αντίθετα τη μηχανή μου ένιωθα πως η λάμψη τόσων φλογισμένων ματιών θα διέλυε τα κλείστρα μου.

την τελευταία μέρα είπα να το τολμήσω. φεύγοντας από τον τόπο είδα τα ρούχα τους παραταγμένα πάνω στο φράκτη των βλεμμάτων. εκείνοι ξωπίσω του να νοιάζονται ο ένας τον άλλον. γυμνοί, απόλυτη και κυριολεκτική ένδεια. η εικόνα τους ήταν η αλήθειά τους κι εγώ ένιωθα σαν κλέφτης της αλήθειας. δίσταζα ημέρες τόσες. τόση αλήθεια, για τη δική μου αλήθεια, δεν -φίζεται.

νόμιζα πως είχα το άλλοθι της αναχώρησης, την αυταπάτη του ταξιδιού. είπα να κρυφτώ από τον ίδιο μου τον εαυτό. να κατεβάσω ρολά σε αυτή τη γαμημένη συνείδηση που δεν παύει ποτέ να βουίζει άλλοτε σαν μέλισσα και άλλοτε σαν σφίγγα... μόνο για λίγο, μόλις για τρία κλείστρα! ούτε εγώ δεν θα το καταλάβω. δεν θα προλάβω καν να το σκεφτώ, όχι να με λυπήσει. εκείνοι, εξάλλου, είναι μακριά, που να το καταλάβουν. ντρεπόμουν το βλέμμα τους, ντρεπόμουν το μέσα μου βλέμμα.

τους προσπερνώ λιγάκι. alarm, στην άλλη πλευρά της εθνικής, κοιτώ από τον καθρέφτη, είναι εκεί, το φως καλό, τηλεφακός στη μηχανή, ταχύτητα γρήγορη, ολάνοιχτο διάφραγμα. όμοια διαρρήκτης! με είδαν? τώρα όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα. να κατεβώ, να κάνω πως φωτογραφίζω στην άλλη μεριά, τους γερανούς του λιμανιού. να απαγγιστρώσω τα βλέμματά τους από πάνω μου. κι όταν το νιώσω πως μπορώ, να στρέψω τάχιστα σώμα και μηχανή κι ό,τι προλάβω να αποτυπώσω. σαν να πυροβολώ θηράματα! μου δίνω τρία κλείστρα!

στο τρίτο κλείστρο, ο πιο ψηλός ανάμεσά τους σηκώνει το χέρι του ψηλά - σημάδι να του δίνω. σηκώνω κι εγώ το χέρι μου ψηλά, λευκή σημαία. έπειτα το βάζω στο μέρος της καρδιάς - ένα "συγνώμη, δεν το ήξερα, το δέχομαι, την κάνω". γυρίζω δίβουλος στην εθνική, βάζω μπροστά και φεύγω.

για λίγα χιλιόμετρα αμφίθυμος. από τη μια, η χαρά του κλέφτη. αυτά που είδα από το viseur δεν τα ξανάδαν μάτια! από την άλλη, η πίκρα της μέλισσας που πάει να γίνει σφίγγα. σαν να απάτησα τον ίδιο μου τον εαυτό! είχα βάλει τη μηχανή στη θέση του συνοδηγού κι οδηγούσα. ο συνεργός, συνένοχός μου.

δεν το άντεξα. δέκα χιλιόμετρα μετά πιάνω τη μηχανή και κάνω να δω τις εικόνες. πουθενά! ξανακοιτώ. τίποτε! αράζω δεξιά. κοιτώ καλά τη μηχανή, δεν είχα το stick της μέσα! ποτέ δεν τόχω ξαναπάθει! σηκώνω το βλέμμα μου μπροστά και βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη να γελά με χαρά μικρού παιδιού, πασίχαρου κι αθώου. λύτρωση! ανακούφιση! όπως προχτές που τόλμησα να εξομολογηθώ ανείπωτες αλήθειες. τα μέσα έξω δηλαδή...

για αυτό σου λέω, αν υπάρχει Θεός είναι πανταχού παρών και βγάζει τα stick από τις μηχανές μας! εν είδη Θείας Δίκης! την ώρα που αμελούμε την πρώτη αρχή για κάθε -φίζω. (φωτογραφίζω, κινηματογραφίζω, βιντεοσκοπίζω, ζωγραφιζω κλπ). ότι δεν είναι όλα ζήτημα φωτός; ή, μάλλον, όχι ακριβώς...

ότι είναι και ζήτημα και του άλλου φωτός, του μέσα φωτός το κάθε -φίζω. το ένα είναι το φως που αντανακλά μέσα στο βλέμμα μας η έναντί μας εικόνα. το μέσα φως είναι αυτό που εκπέμπει το ίδιο το βλέμμα μας στην έναντι εικόνα που αποτυπώνει. σαν τα φωτόμετρα προσπίπτοντος κι ανακλώμενου φωτός - σαν το ανακλώμενο νάναι το φως της εικόνας πάνω στη μηχανή μας και το προσπίπτον το φως του βλέμματός μας πάνω στην εικόνα. ας το πούμε μέσα φως και όχι - που θά 'πρεπε- ήθος. λέξη βαριά και ταλαιπωρημένη, έννοια αυτοτελώς ασυναίρετη, δίχως εκπτώσεις. με μια ακμή που λάμπει υπέρλαμπρα σαν το ασυναίρετο φως - το φάος των ονείρων μας - του αδέκαστου κριτή μας.

είναι εδώ το άλλο φως, το μέσα φως, να βγάζει stick, να καίει το φως, να μαυρίζει την εικόνα. το μέσα φως φωτίζει ίσα στην ίριδα της ψυχής κι από εκεί φωτίζει. κι όταν βάζεις διάφραγμα για το έξω φως στη μηχανή σου, κοίτα και το άλλο διάφραγμα, το μέσα διάφραγμα, για το μέσα φως.

γιατί αυτό το φως είναι που θα μας δικάσει! να δεις πως τόγραφε ο Σεφέρης:
"γιατί το φως θα μας δικάσει.
κι αλίμονο σ΄όποιον φοράει ματογυάλια"
ο Σεφέρης που αλλού ορίζει τόσο εύστοχα αλλού το άλλο, το μέσα φως:
"κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός"
το 'χα χαράξει τούτο το στίχο κάποτε σε γυναικείο σώμα - μου το ζήτησε... κι από τότε τον νιώθω σαν τατουάζ στο μάτι!

ΥΓ το λιμάνι είναι της Ηγουμενίτσας, τα αποδημητικά βλέμματα των εκατοντάδων λαθρομεταναστών που ζουν σε πλήρη εξαθλίωση περιμένοντας να βρουν κάποιο φορτηγό, κάπου να κρυφτούν, για να μπουν στα πλοία και να φύγουν. να διαβούνε την "άλλη θάλασσα", όπως τόσες μέχρι εδώ, ελπίζοντας για το άλλο που θάναι πάντα αλλού και για τους άλλους

ΥΓ2 στοιχεία της θείας δίκης: ένα JEEP αράζει στην άκρη του δρόμου. εκείνος βγαίνει με την EOS του (2500 το σώμα, 2500 ο φακός). τη σηκώνει και πυροβολεί τα θηράματά του - εξαθλιωμένους Αφρικανούς κι Ασιάτες λαθρομετανάστες. δεν έχουν τίποτε, μόνο τα ρούχα τους που λιάζονται στον ήλιο. εκείνη την ώρα πλένουνε ο ένας τον άλλον. ο τζιπάτος φωτογράφος φεύγοντας συνειδητοποιεί ότι τόσω ώρα φωτογράφιζε χωρίς stick στη μηχανή του!

καλά να πάθω! πολύ καλά :)))

Δεν υπάρχουν σχόλια: